μυσταγωγία

μυσταγωγία
[мистагогиа] ουσ. Θ. посвящение в таинство, священнодействие,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μυσταγωγία" в других словарях:

  • μυσταγωγία — μυσταγωγίᾱ , μυσταγωγία initiation into the mysteries fem nom/voc/acc dual μυσταγωγίᾱ , μυσταγωγία initiation into the mysteries fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσταγωγία — η (ΑΜ μυσταγωγία) [μυσταγωγός] 1. εισαγωγή, κατήχηση στα σχετικά με τα θρησκευτικά, μύηση 2. η θυσία τού αίματος και τού σώματος τού Χριστού από τον ιερέα κατά τη θεία λειτουργία («ἡμεῑς τοῡ ἁγιωτάτου πατριάρχου μνημονεύομεν ἐν τῇ μυσταγωγίᾳ»,… …   Dictionary of Greek

  • μυσταγωγίᾳ — μυσταγωγίαι , μυσταγωγία initiation into the mysteries fem nom/voc pl μυσταγωγίᾱͅ , μυσταγωγία initiation into the mysteries fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσταγωγία — η 1. η μύηση στα θρησκευτικά μυστήρια, η κατήχηση. 2. κυρ. η θεία λειτουργία κατά τη διάρκεια της οποίας γίνεται η θυσία του αίματος και του σώματος του Χριστού: Παρακολούθησα τη θεία μυσταγωγία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυσταγωγίας — μυσταγωγίᾱς , μυσταγωγία initiation into the mysteries fem acc pl μυσταγωγίᾱς , μυσταγωγία initiation into the mysteries fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσταγωγίαι — μυσταγωγία initiation into the mysteries fem nom/voc pl μυσταγωγίᾱͅ , μυσταγωγία initiation into the mysteries fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσταγωγίαν — μυσταγωγίᾱν , μυσταγωγία initiation into the mysteries fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσταγωγιῶν — μυσταγωγία initiation into the mysteries fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσταγωγίαις — μυσταγωγία initiation into the mysteries fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Photĭos — Photĭos, geb. in Constantinopel, aus einer vornehmen, mit der kaiserlichen verwandten Familie stammend, Polyhistor des 9. Jahrh. (seine eigene Bibliothek soll aus 12,000 Bänden bestanden haben); bekleidete frühzeitig die höchsten weltlichen… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • μυσταγωγικός — ή, ὁ (Α μυσταγωγικός, ή, όν) [μυσταγωγός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυσταγωγία νεοελλ. φρ. «μυσταγωγική θεολογία» μορφή τής λειτουργικής η οποία εξετάζει τη λειτουργία και γενικά τις τελετές όχι κατά την ιστορική τους εξέλιξη, αλλά από… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»